ῥομβίον

ῥομβίον
ῥομβ-ίον, [dialect] Att. [pref] ῥυμβ-, τό, Dim. of
A

ῥόμβος 1.2

, Sch.A.R.4.143 ([etym.] ῥυμβ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρομβίον — και ῥυμβίον, τὸ, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] μικρός ρόμβος …   Dictionary of Greek

  • ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… …   Dictionary of Greek

  • ρυμβίον — τὸ, Α υποκορ. βλ. ῥομβίον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”